πτυχός

πτυχός
πτύξ
layer
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτύξ — πτυχός, ἡ, Α βλ. πτυχή …   Dictionary of Greek

  • μονόπτυχος — μονόπτυχος, ον (Μ) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει μία μόνο πτυχή, ένα κέλυφος, μονόθυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. πολύ πτυχος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …   Dictionary of Greek

  • τετράπτυχος — η, ο / τετράπτυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί πτυχος] …   Dictionary of Greek

  • τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • три́птих — а, м. 1. иск. Композиция из трех картин, барельефов, рисунков и т. п., объединенных общей идеей, темой или сюжетом. || лит. Поэтическое произведение из трех стихотворений, отрывков и т. п., объединенных общим замыслом. 2. церк. Складная икона,… …   Малый академический словарь

  • диптих — A сущ см. Приложение II (композиция из двух картин, рисунков и т. д., объединенных общей идеей или сюжетом; складная икона, имеющая две створки) Сведения о происхождении слова: Слово пришло в наш язык из греческого, ср. διπτυχος ‘двойной,… …   Словарь ударений русского языка

  • триптих — A сущ см. Приложение II (композиция из трех картин, рисунков и т. д., объединенных общей идеей или сюжетом; складная икона, имеющая три створки) Сведения о происхождении слова: Слово пришло в наш язык из греческого, ср. τριπτυχος ‘тройной,… …   Словарь ударений русского языка

  • δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”